- γονατιστήριο
- τοσκαμνί ή μαξιλάρι στο οποίο γονατίζει κανείς στους ναούς τών χριστιανικών Εκκλησιών τής Δύσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < γονατίζω. Η λ. γονατιστήριον μαρτυρείται από το 1867 στον Ιωάννη Καρασούτσα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.